- ἐναρμόνιοι
- ἐναρμόνιοςof musical soundmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… … Hofmann J. Lexicon universale
εναρμόνιος — α, ο (AM ἐναρμόνιος, ον) αρμονικός, μουσικός, μελωδικός νεοελλ. μουσ. «εναρμόνιοι φθόγγοι» οι φθόγγοι που συμπίπτουν ακουστικά, δηλ. παράγουν τον ίδιο ήχο, αλλά έχουν διαφορετική ονομασία, π.χ. do δίεση και re ύφεση αρχ. 1. αυτός που συμφωνεί,… … Dictionary of Greek
εναρμόνιος — α, ο που βρίσκεται σε αρμονία με κάτι άλλο, αρμονικός, ταιριαστός: Εναρμόνιοι φθόγγοι (που παράγουν τον ίδιο ήχο, έχουν όμως διαφορετική ονομασία: «ντο δίεση» και «ρε ύφεση») … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)